- επιδορπισμός
- ἐπιδορπισμός, ὁ (Α)η παράθεση, το σερβίρισμα επιδορπίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδορπισμός — dessert masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδορπισμόν — ἐπιδορπισμός dessert masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)